ἐπισφραγίζει

ἐπισφραγίζει
ἐπισφραγίζω
put a seal on
pres ind mp 2nd sg
ἐπισφραγίζω
put a seal on
pres ind act 3rd sg
ἐπισφρᾱγίζει , ἐπισφραγίζω
put a seal on
pres ind mp 2nd sg
ἐπισφρᾱγίζει , ἐπισφραγίζω
put a seal on
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποσώστρα — η [αποσώνω] 1. η γυναίκα που αποσώνει, αποτελειώνει, επισφραγίζει την κουβέντα μιας άλλης με επίκαιρο γνωμικό ή παροιμία 2. αυτή που σχολιάζει συστηματικά κι επιδέξια συμβάντα και περιστατικά του χωριού 3. η ράφτρα που αποτελειώνει στα γρήγορα τα …   Dictionary of Greek

  • θεοτοκίον — το (Μ θεοτοκίον) [θεοτόκος] τροπάριο που αναφέρεται στη θεοτόκο και επισφραγίζει σειρά τροπαρίων, αντιφώνων κ.λπ.,ή ακολουθεί μεμονωμένα τροπάρια (εξαποστειλάρια, δοξαστικά κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • σφραγιστής — ο, ΝΑ [σφραγίζω] υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση αρχ. 1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία 2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”